αμμόλοφος

αμμόλοφος
ο песчаный холм; дюна; бархан

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμμόλοφος" в других словарях:

  • αμμόλοφος — ο λόφος από άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λόφος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sand hill] …   Dictionary of Greek

  • αμμόλοφος — ο λόφος από άμμο: Στην περιοχή υπάρχουν αρκετοί αμμόλοφοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • υδρολακκόλιθος — ο, Ν (γεωμορφ.) λόφος θολωτού σχήματος ο οποίος σχηματίζεται σε περιοχές μόνιμα παγωμένου εδάφους όταν η υδροστατική πίεση τού υπόγειου παγωμένου νερού προκαλεί ανύψωση ενός στρώματος εδάφους, κν. πίνγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»